τραβώ προς το μέρος μου ένα σώμα
που δεν ξεθωριάζει, που δεν ξεχνιέται
αταίριαστος, απρεπής
αναζητώ κάπου λύση, βρίσκω καταφύγιο
το να μη φαίνεται κάποιος ή κάτι, το να μην μπορεί να βρεθεί κάποιος, η πλήρης καταστροφή
αντιστέκομαι σε επίθεση
όταν κύμα ή ακτινοβολία επιστρέφουν προς την πηγή τους
το να σκουραίνει κάποιος από τον ήλιο
κάνω κάτι να μην είναι βρόμικο πια
διώχνω μαθητή απο το σχολείο για κάποιο διάστημα
κάνω κάποιον να γίνει έξαλλος από θυμό
φέρνω κάτι στο μυαλό κάποιου
αυτός υπάρχει σε μικρή ποσότητα
"... πια! Με ζάλισες.", επιφώνημα που εκφράζει έκπληξη ή στεναχώρια ή δυσαρέσκεια ή αποδοκιμασία ή απόγνωση
Η εθνική υπηρεσία του διαστήματος της Αμερικής (συντ.)
βλέπω (αρχ.)
ζηλιάρα θεά (μυθ.)
ηγεσία, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος έχει τη θέση του ηγέτη
κάποιος, αόριστο άρθρο ενικού αριθμού