που δεν αλλάζει καθόλου στο πέρασμα του χρόνου
κάνω πλάκα, δεν παίρνω κάτι στα σοβαρά, το αντιμετωπίζω με ελαφρότητα, χιουμοριστικά
αποκρουστικός, που προκαλεί τη φρίκη
είδος φαρμάκου
οτιδήποτε κάνει κάποιον να είναι σε κατώτερη θέση συγκρινόμενος με άλλους, ελάττωμα, ντισαβαντάζ
που προκαλεί επιθυμία, επιθυμητός
μεταθέτω δικαίωμα σε κάποιον να υπογράψει επίσημα έγγραφα
παρατάω κάποιον ή κάτι, χάνω το ενδιαφέρον μου για κάτι
παίζω σε ρηχά νερά
πολύ στενοχωρημένος
μυστικός, κρυφός
λευκο φόρεμα που φοράμε στην εκκλησία
σπονδυλωτό, φολιδωτό ερπετό
τουλάχιστον, ας πούμε
που δεν το έχουν βράσει ή ψήσει
(για τον ήλιο) χάνομαι, βρίσκομαι σε φάση παρακμής
οδηγώ (αρχ.)
μουσική νότα
κατακρίνω, εκφράζομαι αρνητικά