που μας κάνει καλό, ωφέλιμός
που κάνει κάποιον να περνάει ευχάριστα
που είναι διάσημος για το έργο του
του έχει χορηγηθεί ιατρικό ενέσιμο παρασκεύασμα
αυτός που έχει δημιουργήσει κάτι
κουράζομαι υπερβολικά
εκθαμβωτικός, που εκπέμπει απίστευτη λάμψη
έκθεση αποτελεσμάτων, αναλυτική παρουσίαση των ενεργειών που έχει κάνει κάποιος
αίθουσα νοσοκομείου όπου γίνονται επεμβάσεις
χρόνος ρήματος για το παρόν
μεταλλικό εργαλείο το οποίο αποτελείται από δύο κινητά σκέλη, που είναι τοποθετημένα σταυρωτά το ένα επάνω στο άλλο και που καταλήγουν σε κυρτά δόντια
κάτι το οποίο απασχολεί το μυαλό ενός ανθρώπου
μεταβάλλομαι, φοράω άλλα ρούχα
το μεταλλικό κάλυμμα της πατούσας αλόγου, τα χρωματιστά μέρη λουλουδιού
τα βγάζω πέρα μέσα από αντίξοες συνθήκες
σηκώνω πιο ψηλά, δυναμώνω
η φυσική κατάσταση του οργανισμού, το οργανωμένο σύστημα πρόληψης και θεραπείας
δηλώνει υποστήριξη, "Ψήφισε ... "
η πρωτεύουσα της Λετονίας
βλέπω (αρχ.)
μουσική νότα