αναρρίχηση, ανέβασμα
πιο πολύ απ' ό,τι χρειάζεται, που υπερβαίνει (σε ποσότητα, σε αριθμό) το κανονικό, που περισσεύει, πλεονάζει
μικρό μαγαζί με είδη καθημερινής ανάγκης, μπακάλικο
απροσδιόριστος, που δε διακρίνεται εύκολα, που δεν έχει σαφή χρονικά ή τοπικά όρια
που σκέφτεται από πριν πώς να αποφύγει τα προβλήματα
ποσότητα υλικού που μαγειρεύεται και αρκεί για ορισμένα άτομα
βελτιώνεται η υγεία μου
περιορισμένος χώρος με θερμοκρασία χαμηλότερη του ψυγείου
πορθμός μεταξύ Ευρώπης και Ασίας
που αδιαφορεί για τις υποχρεώσεις του, ανεύθυνος
ξινόγαλο
που παρευρίσκεται κάπου, τωρινός
το κέρδος που προκύπτει για το δανειστή από το κεφάλαιο που δανείζει στον δανειζόμενο
άμεση απάντηση, θεατρικός όρος που σημαίνει την άμεση απόκριση στα διαλογικά μέρη τού έργου
μπορεί, μάλλον
γυμνάζω, ασχολούμαι με κάτι, κάνω χρήση, εφαρμόζω
''... εν το πολλώ το ευ'', δεν έχει σημασία η ποσότητα ,όσο η ποιότητα(εκφρ.)
οδηγώ (αρχ.)
εξάρτημα ψαρέματος