που έχει γνώσεις και ικανότητες αποκτημένες στην πράξη, πεπειραμένος.
αμφισβητούμενος, γι'αυτόν υπάρχουν διαφωνίες, διαφορετικές ερμηνείες ή εκτιμήσεις
απορρυθμίζω, διαταράσσω
αφοσιώνομαι, έχω συγκεντρώσει την προσοχή μου σε κάτι
απαλλαγή από περιορισμούς, χειραφέτηση, εκπομπή στοιχείων
παραβαίνω νόμο, διάταξη, ωράριο κτλ
μειονεξία, το να υστερεί κάποιος έναντι του άλλου
δεν πραγματοποιώ μια προγραμματισμένη ενέργεια, ακυρώνω
βίαιη και σε μεγάλη έκταση αρπαγή περιουσιών
Λυρικός ποιητής της Αρχαίας Ελλάδας
συμπεριλαμβάνω, προσθέτω , βάζω μέσα
επιδιορθώνω ράβοντας
πυκνόρρευστο διάλυμα ζάχαρης και νερού, που έχει βράσει
ναός ή γενικότερα οικοδόμημα των λαών της Άπω Ανατολής για οποιαδήποτε θρησκευτική χρήση
σύνολο από πράγματα που είναι συγκεντρωμένα αλλά τοποθετημένα άτακτα
επικρίνω, ασκώ αρνητική κριτική, (αρχ.)
... Πόροι, παραθαλάσσιο χωριό της Πιερίας
σέρνομαι, μετακινούμαι με το σώμα στο έδαφος
επομένως, συνεπώς, ως αποτέλεσμα
ένα είδος φόρου που πληρώνουμε στο κράτος (συντ.)