χαμηλός τοίχος, η άκρη πεζοδρομίου
μεγαλοπρεπής και πανηγυρικός
ακουμπάω στο έδαφος μετά από πτήση, επανέρχομαι στην πραγματικότητα
αγωνιστικότητα, ανταγωνιστικότητα, εριστικότητα
μοιρασιά, διανομή, απόδοση του μέρους της ευθύνης που βαρύνει κάποιον
υποκρίνομαι, προσπαθώ να παρουσιάσω μια πλαστή εικόνα του εαυτού μου
φρούτο μεγαλύτερο από το πορτοκάλι, χυμώδες, με ελαφρά ξινή και πικρή γεύση
χαρακτηρισμός για άντρα που οι απόψεις και η συμπεριφορά του διακρίνουν το ανδρικό φύλο ως ανώτερο από το γυναικείο
αντικείμενο με τρίχες στερεωμένες σε βάση
η μετατροπή κάποιου υγρού σε στερεό, δέσιμο, πλήξη(μτφ.)
ομάδα φίλων, συντροφιά
άχρωμο οινοπνευματώδες ποτό
συσκευή που μεταδίδει ήχο
σάλτο, πήδημα, είδος αθλήματος, γοργή πρόοδος
δημιουργώ, κατασκευάζω, (αρχ.)
θηλαστικό ζώο, άκακος (μτφ)
ο θεός του ουρανού, σύμβολο του ο κεραυνός (μυθ.)
οργανισμός λιμένα Πειραιά
οι αχνές ή απαλές αποχρώσεις, " ... χρώματα"
μα, όμως, με τον όρο να
στερεώνω κάτι με σκοινί, κάνω κόμπο, κάνω πιο πηχτό