θηλαστικό ζώο, άκακος (μτφ)
μονάρχης, που έχει απόλυτη εξουσία
αντικειμενικος, δικαιος
ξεμπαρκάρω, φτάνω σε έναν προορισμό, κατεβαίνω απο ένα μεταφορικό μέσο
επίσημη οικονομική βοήθεια
εγκατάσταση επεξεργασίας πετρελαίου
εργαστήριο ή εργοστάσιο όπου στοιχειοθετούν και εκτυπώνουν βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά και γενικά κάθε έντυπο
αρνητική επίδραση, συνέπεια
είδος ρολογιού που μετράει την ώρα και τα κλάσματά της
κολλάω, φράζω κάποιο χώρο, για να μην φύγει κάποιος
που έχει καλή διάθεση, κεφάτος
αγαθό που το απολαμβάνουν συγκεκριμένα άτομα, πλεονέκτημα
περαιτέρω, πιο μετά
ψάχνω κάποιον τόπο, για να τον γνωρίζω
ζάρα στο δέρμα
ιερό δέντρο της ελληνικής μυθολογίας, μελανόχρωμη κηλίδα του δέρματος
οργανισμός ηνωμένων εθνών (συντ.)
οδηγώ (αρχ.)
εισάγει δευτερεύουσα πρόταση
ζηλιάρα θεά (μυθ.)
πόλη της Γαλλίας
σήμα, συμβολική επαναλαμβανόμενη φράση σε διαδηλώσεις
''Στη χάση και στην ...'', αραιά και που (εκφρ.)
μέχρι, ίσαμε