δοκιμάζω (αρχ.)
νιώθω και εκδηλώνω ένα συναίσθημα ικανοποίησης και χαράς για κάτι που απόκτησα ή για κάτι που κατάφερα να κάνω
η υπέρμετρη εκτίμηση στην αξία των προϊόντων του αρχαιοελληνικού πολιτισμού
που δεν τον περιμένει κανείς, απρόοπτος, αιφνίδιος
στέκομαι κάπου για πολλή ώρα και περιμένω
υποκρίνομαι, προσπαθώ να παρουσιάσω μια πλαστή εικόνα του εαυτού μου
αποδίδω πιστά, επαναλαμβάνω κάτι που έγινε, απεικονιζω
αυτός που έχει προνομιακή μεταχείριση
δυνατός αέρας που συνοδεύεται από χιονόπτωση
ξεχώρισμα, εξήγηση, επίλυση διαφορών
απαλλαγή από κάποια ποινή, χάρη
εξάρτημα σε άλογο για να το κατευθύνει κανείς
η ιδιότητα εκείνου που είναι συγκριτικά ανώτερος ή καλύτερος
...Χάρι:Ολλανδή κατάσκοπος κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο
"... πια! Με ζάλισες.", επιφώνημα που εκφράζει έκπληξη ή στεναχώρια ή δυσαρέσκεια ή αποδοκιμασία ή απόγνωση
μεγαλόσωμο αρσενικό ζώο με κέρατα, που χρησιμοποιείται σε γεωργικές εργασίες
πρέπει να τον ακολουθούν όσοι οδηγούν (συντ.)
μέχρι, ίσαμε
ζηλιάρα θεά (μυθ.)