κάποιος, αόριστο άρθρο ενικού αριθμού
η ικανότητα κάποιου να ξέρει ξένες γλώσσες
αγωνιστικότητα, ανταγωνιστικότητα, εριστικότητα
η περιφέρεια στην οποία εκτείνεται η δικαιοδοσία του αρχιεπισκόπου
που φοράει κομψα ρούχα
εκθαμβωτικός, που εκπέμπει απίστευτη λάμψη
χώμα που είναι κατάλληλο για την ανθοκομία
προσωρινή παύση του πολέμου
γνώρισμα, αξίωμα
το σύνολο των γραμμάτων μιας γλώσσας
ενώνω, αποδέχομαι, επικυρώνω
μαλάκιο με σφαιρικό σώμα που περιβάλλεται από οχτώ ισχυρούς πλοκάμους, εφοδιασμένους με δύο σειρές μυζητήρες
μικρό πήλινο δοχείο υγρών
Τζέιμς .... Άγγλος θαλασσοπόρος
τραβώ προς το μέρος μου ένα σώμα
άγνωστης ταυτότητας αντικείμενα που εμφανίζονται στον ουρανό (συντ.)
ο θεός του ουρανού, σύμβολο του ο κεραυνός (μυθ.)
''... πάνθηρας'', ήρωας κινουμένων σχεδίων
''... εν το πολλώ το ευ'', δεν έχει σημασία η ποσότητα ,όσο η ποιότητα(εκφρ.)
εισάγει δευτερεύουσα πρόταση
''Βασιλιάς....'':έργο του Σαίξπηρ
βλέπω (αρχ.)
η δεύτερη νότα της μουσικής κλίμακας
μικρό ποταμάκι