υπαρκτός, ειλικρινής, αντικειμενικός, αληθινός
το να παύει να είναι μια πράξη αδίκημα όπως πριν,
που δεν έχει αντικειμενική γνώμη, μεροληπτικός
ταπεινωμένος, περιφρονημένος, έχει υποστεί εξευτελισμό
ο καθένας από τους ιδιοκτήτες ενός πράγματος
για ενέργεια δικαστικής αρχής που γίνεται χωρίς να το ζητήσει ένα άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο
που βλέπει τη ζωή από την αρνητική της πλευρά
συχνή ασθένεια φυτών που οφείλεται σε ομώνυμο μύκητα και που προκαλεί στα φύλλα ακανόνιστες καφεκόκκινες κηλίδες
σανίδα με στρώματα λεπτού ξύλου
προπονούμαι, μελετάω
γαιάνθρακας κατώτερης ποιότητας
προσεκτικός και τακτικός, αυτός που φροντίζει και μεριμνά για κάτι που του έχει ανατεθεί
έλλειψη γνώσης
είδος πιονιού σε παιχνίδια όπως το τάβλι ή η ντάμα
εκφράζει ερώτηση σχετική με την ταυτότητα προσώπου,
αντίσταση, η οπισθοφυλακή,
η γιορτή των Θεοφανίων
πολεμικό πλοίο που βυθίστηκε στις 15 Αυγούστου 1940 στην Τήνο από ιταλικό υποβρύχιο
αιχμηρός, διαπεραστικός, μυτερός
κατσίκα, αίγα
βασίλισσα των Ελλήνων, γυναίκα του βασιλιά Γεώργιου Ά
οχι το ίδιο, διαφορετικό
άγνωστης ταυτότητας αντικείμενα που εμφανίζονται στον ουρανό (συντ.)
βουνό της Θεσσαλίας
βλέπω (αρχ.)
ζηλιάρα θεά (μυθ.)
τεχνητή μορφή της νεοελληνικής γλώσσας, μείγμα αρχαϊστικών και νεοελληνικών στοιχείων, που χρησιμοποιήθηκε ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους
παλιό τυχερό παιχνίδι
εργάζομαι, αποφέρω κέρδη, λειτουργώ
το φρούτο των Εσπερίδων