εκδίδω, συγκρατώ κάτι στο μυαλό μου(μτφ.)
δημουργία της στιγμής, χωρίς πρόβα
τεχνική στη ζωγραφική, που χρησιμοποιεί χρωματικά στίγματα για να αποδώσει το φως και τα αντικείμενα
κυριεύομαι από απέραντο θαυμασμό, θαμπώνομαι
εκκλησιαστικός τίτλος που δίνεται σε άγαμο κληρικό που έχει το βαθμό του πρεσβύτερου και που μπορεί να δοθεί και σε χήρο ιερέα
ανήκει στον εξοπλισμό του δύτη
ανενόχλητος, που δεν χάνει την προσοχή του
πρόσωπο υπεύθυνο για την ασφάλεια των λουόμενων
νιώθω από πριν τι πρόκειται να γίνει, ψυχανεμίζομαι
που συνέβη ή υπήρξε ή έκανε κάτι πριν από κάποιον άλλο, περασμένος, προγενέστερος
μένω στη μνήνη κάποιου
κατάπτωση ή ηθική διαφθορά
που είναι συμμετρικά τοποθετημένος απέναντι σε κάποιον άλλο, ανάλογος, ισοδύναμος
προσθέτω μια ουσία σε άλλη και τις ανακατεύω
νέφος καπνού που δημιουργείται κυρίως από τις βιομηχανικές δραστηριότητες του ανθρώπου
που απλώνεται στο χώρο, μεγάλος, πολύς
οι δίπλες κάτω από το σαγόνι
αδέξιος, που γίνεται χωρίς τάξη
" ... τέλος", ευνοϊκό, αισιόδοξο
φυτική χρωστική ουσία που τη χρησιμοποιούν για το βάψιμο και για την περιποίηση των μαλλιών
που κατείχε την ιδιότητα ή το αξίωμα αμέσως πριν από τον σημερινό κάτοχο ή είναι ο τελευταίος που το κατείχε
άνδρας (αρχ.)
δηλητηριώδες φίδι
...Χάρι:Ολλανδή κατάσκοπος κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο
χωρίς πονηριά, αγνά