φτιάχνω, παράγω, ετοιμάζω κάτι
αποδοτικότητα, απόδοση
χωρητικότητα, η ποσότητα κάποιου υλικού που περιέχεται μέσα σε κάποιο άλλο
λήψη μικρού μέρους από κάτι για δοκιμή ή έλεγχο
πολύ πυκνός, που δεν μπορείς να τον διασχίσεις ή να τον διατρήσεις
απίστευτα όμορφος, τέλειος, ψεύτικος
αυτός που φέρνει εμπόδια, που διακόπτεται για ένα χρονικο διάστημα
στερώ την ελευθερία κάποιου, γοητεύω
για να τραβήξω την προσοχή, κάνοντας φιγούρα
γενική ονομασία για αντικείμενο που χρησιμοποιείται στη μαγειρική
μετακίνηση υπαλλήλου από μια υπηρεσία σε άλλη
μπαούλο, σεντούκι
κοντά, πλησίον
που είναι ή ζει μόνος, δυστυχισμένος
αλλιώς το τριαντάφυλλο
μικρόσωμο θαλασσινό ψάρι, το υπόλοιπο από καπνισμένο τσιγάρο
νότα της μουσικής κλίμακας