βλέπω (αρχ.)
βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον υπομοίραρχο
που περιέχει αλκοόλ
εκπροσωπώ, ενεργώ για λογαριασμό άλλου
γνωστοποιώ σε κάποιον έναν μελλοντικό κίνδυνο
μετακίνηση μακριά από κάποιο σημείο, διώξιμο, απόλυση
που φανερώνει αυτά που σκέφτεται ή αισθάνεται που δείχνει τα συναισθήματα του
φέρσιμο, η συμπεριφορά μας απέναντι σε κάποιον
η ιδιότητα ενός σκάφους να παραμένει στην επιφάνεια της θάλασσας
κατάστημα όπου πουλούν τσιγάρα και άλλα προϊόντα καπνού ή και είδη για καπνιστές
η δυσκολία της όρασης σε κοντινές αποστάσεις
η γυναίκα που καθαρίζει τα δωμάτια ξενοδοχείου
εργάζομαι, αποφέρω κέρδη, λειτουργώ
τοπική παραλλαγή μιας γλώσσας, με μικρές αποκλίσεις από την κοινή γλώσσα στο χώρο της φωνολογίας, της μορφολογίας ή του λεξιλογίου
πρόσωπο με το οποίο κάνει κάποιος παρέα
συσκευή που θερμαίνει
μέρος του φυτού όπου γίνεται η φωτοσύνθεση
απερισκεψία, άστοχη πράξη που γίνεται από άγνοια
πολεμικό πλοίο που βυθίστηκε στις 15 Αυγούστου 1940 στην Τήνο από ιταλικό υποβρύχιο
η βελανιδιά, ξύλο που χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία
το όχημα του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα (μυθ.)
πόλη της Γαλλίας
''Δεν ξέρω ... '' έκφραση για να δηλώσουμε απόλυτη άγνοια
διαθέτω, κρατάω, κοστίζω
οργανισμός που απευθυνόμαστε για να μας βρει δουλειά (συντ.)