που δεν υπόκειται σε κανένα νομικό ή ηθικό περιορισμό, που δε γνωρίζει κανένα φραγμό, που είναι αδίστακτος και ανεξέλεγκτος
εμφανίζομαι, έρχομαι
που βρίσκεται σε μια διαρκή δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, επειδή του έχει συμβεί κάτι θλιβερό ή τραγικό
εκμοντερνίζω, προσαρμόζω κάτι στον σύγχρονο τρόπο
που λάμπει, που ακτινοβολεί
μεταθέτω δικαίωμα σε κάποιον να υπογράψει επίσημα έγγραφα
εργατικός και καλός σε ό,τι κάνει
συσκευή με την οποία ελέγχεται η λειτουργία μηχανημάτων
κάνω κάτι να μην κουνιέται
με πρόθεση, ηθελημένα
αυτός που πρόκειται να παντρευτεί
επαληθεύω, επιβλέπω, περιορίζω
κωμόπολη του νομού Φωκίδας
δοκιμάζω (αρχ.)