εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα
που η συμπεριφορά του χαρακτηρίζεται από ανεκτικότητα
ο επαγγελματίας οδηγός ή και ιδιοκτήτης αυτοκινήτου δημόσιας χρήσεως
η αναξιοπιστία σε οικονομικές κυρίως συναλλαγές
αυτός που κρίνεται άξιος να τοποθετηθεί σε ανώτερη βαθμίδα
χώρος εφοδιασμένος με εγκαταστάσεις ειδικές για τη συστηματική εκτροφή πτηνών
που λειτουργεί όταν τον κινήσουμε με το χέρι
απομονωμένος, αποκλεισμένος απο κοινωνικές συναναστροφές
η πρόοδος στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου, τα επιτεύγματα στην ιστορία ενός λαού, κουλτούρα
σκεπάζω, τυλίγω, κρύβω μια αλήθεια
θερμαίνω
χάλκινο, πνευστό μουσικό όργανο, εφοδιασμένο με ένα σωλήνα που μεγαλώνει ή μικραίνει με τη βοήθεια τριών κλειδιών, έτσι ώστε να παράγονται οι διάφοροι ήχοι
εξασκώ, προπονώ
ελεύθερος χώρος που προορίζεται για χορό ή θέαμα
τιμωρία που προβλέπεται από το νόμο
αλλιώς το τριαντάφυλλο
είμαι, υπάρχω (αρχ.)
μέχρι, ίσαμε
χαλί, καρπέτο