φροντισμένος, επιμελημένος
βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον υπομοίραρχο
καταλαβαίνω, συναισθάνομαι, διαισθάνομαι
που έχουν ανακατευτεί τα μαλλιά του
ειδικός χώρος όπου παραδίδει κανείς το παλτό, το καπέλο του, την ομπρέλα κτλ, γκαρνταρόμπα
το να επιδιώκει κάποιος να αποκτήσει υλικά αγαθά και να τα επιδεικνύει
μεταδίδω ατυχία, κακομελετώ
που έχει χάσει απο μέσα του τον αέρα
απομάκρυνσή, χωρισμός
φεύγω από τη χώρα μου για να εγκατασταθώ αλλού
αυτός που μαθαίνει σε κάποιον κάτι, που διδάσκει
επιβάλλω σε κάποιον αναγκαστική και άμισθη εργασία
θωρακισμένο πολεμικό πλοίο μεγάλου εκτοπίσματος
οχι το ίδιο, διαφορετικό
τίτλος ευγενείας στην Iσπανία, " ... Κιχώτης"
βλέπω (αρχ.)
Η εθνική υπηρεσία του διαστήματος της Αμερικής (συντ.)