χρόνος ρήματος του παρελθόντος
δημιουργικός, παραγωγικός, που συμβάλλει θετικά στην πρόοδο μιας εργασίας
το σύνολο των παράνομων πράξεων που διαπράττονται σε μια κοινωνία ή κοινωνική ομάδα και σε μια χρονική περίοδο
μαγαζί που πουλάει χρυσαφικά
ο ειδικός που ασχολείται με την θεραπεία των προβλημάτων ομιλίας
συγκινώ, προκαλώ τα συναισθήματα κάποιου, αφυπνίζω
αυξάνω σημαντικά, εντείνω,μεγαλώνω κάτι πολλές φορές
η τέχνη της ανάγλυφης απεικόνισης μορφών ή σχεδίων επάνω σε ξύλο
όλα τα στοιχεία έχουν την ίδια εξωτερική εμφάνιση
θλιμμένος, λυπημένος
μουτρώνω, σκυθρωπιάζω, γίνομαι κατηφής
έντονη αντίδραση, ομαδική ενέργεια εναντίον της υφιστάμενης κρατικής εξουσίας
προσφέρω κάτι στον Θεο, προσφέρω τιμητικά κάτι σε κάποιον
έλλειψη γνώσης
το βαφτιστικό όνομα
είδος σαλατικού αλλά και η ράβδος στην οποία τοποθετούσαν το μαλλί για γνέσιμο
η πρωτεύουσα της Λετονίας
Τζέιμς .... Άγγλος θαλασσοπόρος
κάποιος, αόριστο άρθρο ενικού αριθμού
τεχνικό επιμελητήριο Ελλάδας (συντ.)
κιόλας, τώρα πια, πλέον