λέγεται και μαύρος χρυσός
ξεπερασμένης μόδας, ντεμοντέ
να εφαρμόζω κάτι στην πράξη, εκπλήρωση
χαρακτηριστικό, το να είναι κάποιος ή κάτι ξεχωριστός, να διαφέρει από το σύνολο
που είναι πολύ γνωστός για τις ικανότητές του και για το έργο του, αναγνωρισμένος σε ένα τομέα, σπουδαίος, επιφανής
έχει υποστεί μια διαδικασία με χρήση αλκοόλ
η διαδικασία με την οποία μεταδίδεται μια πληροφορία, η ανταλαγή απόψεων
φράξιμο, απομόνωση, αποβολή
κάποιος που λαμβάνει τακτικά ή συνεχώς ένα προϊόν ή μια υπηρεσία έναντι αντίστοιχης πληρωμής.
τρίβω σε μύλο, μεταβάλλω κάτι σε πολτό
η Λίζα γνωστή και ως Τζοκόντα
κουνάω, ταρακουνώ (αρχ.)
... Πόροι, παραθαλάσσιο χωριό της Πιερίας
διαθέτω, κρατάω, κοστίζω
αντιστασιακή οργάνωση κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο στην Ελλάδα (συντ.)
ζηλιάρα θεά (μυθ.)
διακοσμητική ταινία
ανεβάζω για να κρατήσω πάνω μου, ανεβάζω πιο ψηλά, κάνω ανάληψη