που έχει εξελιχθεί, εκτεταμένος, απλωμένος, αναλυτικός
που δεν έχει αξιοποιηθεί
χρησιμοποιώ κάποιον χωρίς να τον υπολογίζω, χρησιμοποιώ προς όφελός μου
που έχει σχέση με τις σπουδές που ακολουθούν μετά τη λήψη του βασικού πτυχίου ,με στόχο την απόκτηση ειδικότερων γνώσεων
αυτός που έχει καθυστερήσει,
ζωντανό κύτταρο το οποίο κατατρώγει τα μικρόβια που εισδύουν στον οργανισμό
δεν απαγορεύεται, δίνεται η άδεια
ανακάτεμα, αναστάτωση
διακρίνομαι, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι
μικρό ηφαιστειογενές νησί των Δωδεκανήσων
επίδραση, εξουσία, κύρος, δύναμη
έξοδο, το χρηματικό ποσό που δίνω για να αποκτήσω κάτι
η ταχύτητα εκτέλεσης ενός μουσικού κομματιού
αστέρι (αρχ.)
''Άξιον ...'', ποιητική σύνθεση του Ελύτη
η βελανιδιά, ξύλο που χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία
όταν, μόλις, αν, αφού