απερίγραπτος, αχαρακτήριστος
βαθμός κατώτερου αξιωματικού της χωροφυλακής, ανώτερος από τον ανθυπασπιστή και κατώτερος από τον υπομοίραρχο
που προβάλλει αξιώσεις, επίμονος, που ζητά συνεχώς κάτι
ωραιοποιώ κάποιον ή κάτι
έλλειψη αντικειμενικότητας
πράξη που γίνεται με τη χρήση φυσικής βίας
να διστάζει κάποιος να αναλάβει ευθύνες
η κατάσταση κατά την οποία κάποιος νομίζει ότι βλέπει κάτι που δεν υπάρχει
σαγηνευτικός, θελκτικός
το να επιδιώκει κάποιος να αποκτήσει υλικά αγαθά και να τα επιδεικνύει
λογοτεχνικό πεζό έργο μεγάλης έκτασης
που δείχνει στους άλλους ψεύτικα συναισθήματα και αποκρύπτει τον πραγματικό κακό του εαυτό, υποκριτής
η ρόδα, εργαλείο
η φύλαξη θέσης από στρατιώτη, η οπτική γωνία
διαταραχή της ομαλής λειτουργίας ενός οργάνου ή συστήματος του οργανισμού
(για σκάφος) το να πετά, δρομολόγιο σκάφους που πετάει
που είναι πολύ έμπειρος ή πολύ ικανός σε κάτι
που διαιρείται ακριβώς διά του δύο, ένα ζώδιο
μονόπρακτο θεατρικό κομμάτι χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αξιώσεις, που συνηθίζεται σε σχολικές παραστάσεις
εκπνέω απότομα και σπασμωδικά παράγοντας ταυτόχρονα τραχύ ήχο
αιχμηρός, διαπεραστικός, μυτερός
θεός του κεραυνού και της αστραπής για την Σκανδιναβική μυθολογία (μυθ.)
εισάγει δευτερεύουσα πρόταση
βλέπω (αρχ.)