οδηγώ (αρχ.)
χωρις πρόθεση να βλάψει, ευμενής
διανύω μια απόσταση και επιστρέφω
η διάθεση για δράση, ο δυναμισμός
χάνω την ψυχραιμία μου
που έχει την ιδιότητα να μαζεύει το νερό
που είναι σε κατώτερη θέση ή σε πιο άσχημη κατάσταση συγκρινόμενος με άλλους
μηχανή ή συσκευή που χρησιμοποιείται για να μεταβάλλει τα φυσικά ή χημικά χαρακτηριστικά μιας ουσίας ή ενέργειας
μεταφορικό μέσο για μωρό
που δεν πειθαρχεί, αδάμαστος
χαρακτηριστικό ενός προσώπου, πράγματος ή κατάστασης που λαμβάνεται υπόψη πριν οδηγηθούμε σε μια απόφαση
αντικειμενικός, σωστός, ίσος
αυτοφυές φυτό
μαλακός, διακριτικός και ευχάριστος
ιερό δέντρο της ελληνικής μυθολογίας, μελανόχρωμη κηλίδα του δέρματος
οργανισμός που απευθυνόμαστε για να μας βρει δουλειά (συντ.)
κατσίκα, αίγα