σκληρότητα, θηριωδία
διακοπή του θηλασμού
που έχουν σχέση με την κατάταξη, "....... εξετάσεις"
καταπίνω λαίμαργα και σχεδόν αμάσητη πολλή τροφή
πλαστική ύλη που χρησιμοποιείται κυρίως ως στεγανωτικό και μονωτικό υλικό
σχεδιάζω από πριν, επηρεάζω καθοριστικά
αυτός που θέλει να κοιμηθεί
το να επιδιώκει κάποιος να αποκτήσει υλικά αγαθά και να τα επιδεικνύει
μικρό μαγαζί με είδη καθημερινής ανάγκης, μπακάλικο
είδος λαχανικού με πλατιά σκούρα πράσινα φύλλα
η ατμόσφαιρα πάνω από τη Γη και το διάστημα
σύρμα που διοχετεύει ηλεκτρικό ρεύμα
θρυλικό οχυρό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
χωρίζω αριθμό σε μέρη, κάνω να χωρίσουν
γραπτό κομμάτι τύπου, τμήμα νόμου, μέρος του λόγου, λήμμα
άνδρας (αρχ.)
είδος σαλατικού αλλά και η ράβδος στην οποία τοποθετούσαν το μαλλί για γνέσιμο
είδος εντόμου, μαύρο, με δυο φτερά και έξι πόδια
αιχμηρός, διαπεραστικός, μυτερός
χρειάζομαι ακόμα αρκετό χρόνο για να τελειώσω κάτι, καθυστερώ
ταμείο σύνταξης νομικών (συντ.)
επομένως, συνεπώς, ως αποτέλεσμα