υψηλή διανοητική ικανότητα
κάνω κάποιον να χάσει το δρόμο του, παραπλανώ
χρησιμοποιημένος, που δεν είναι καινούριος
φυσαλίδα, φούσκα
ο αθλητής που παίζει μπάλα
απορρυθμίζω, διαταράσσω
αυτός που έχει καλέσει και δέχεται άλλους ανθρώπους στο σπίτι του, ο κύριος του σπιτιού, νοικοκύρης
μία ή περισσότερες φορές μεγαλύτερος από το αρχικό ποσό
που αναφέρεται, που εκφράζεται σε ποσοστά, που έχει σχέση με αυτά
φυλακισμένος, αυτός ο οποίος κρατείται έγκλειστος
που δεν είναι περιποιημένος, αφρόντιστος
έγχορδο μουσικό όργανο
καταστροφικός, που προκαλεί μεγάλες απώλειες
μέρος όπου συμβιώνουν άνθρωποι χωρίς συγγενικούς δεσμούς μεταξυ τους
κακή επίδραση
καλύβα, πρόχειρο κατάλυμα
φωνάζω κάτι δυνατά ώστε να το μάθει όλος ο κόσμος, διαδίδω
το χρήμα, το ρευστό
η πρωτεύουσα της Νορβηγίας
γνωρίζω (αρχ.)
βασίλισσα των Ελλήνων, γυναίκα του βασιλιά Γεώργιου Ά