μεγάλη περιουσία, πολυτέλεια, αφθονία, πνευματικά αγαθά
σκαλωμένος, κομπλαρισμένος, αποκλεισμένος
ιδιοκτήτης καταστήματος χρυσαφικών
αντικατοπτρίζομαι, οι πράξεις μου έχουν συνέπειες και σε άλλους(μτφ.)
που γίνεται χωρίς αντάλλαγμα, που γίνεται με την ελεύθερη βούληση του ενδιαφερόμενου
ένας από τους δύο γραμματικούς αριθμούς
αμεταμέλητος, που δεν εννοεί να αλλάξει συνήθειες
απομάκρυνσή, χωρισμός
που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ελεύθερα, που έχει χρόνο για κάτι
αξιοθέατο της Μυκόνου
που δεν τον ξέρουμε, που δε μας είναι γνώριμος
συσκευή που στέλνει ηλεκτρομαγνητικά κύματα
απόκτηση γνώσεων
που δεν είναι δεμένος, ελεύθερος, απαλλαγμένος
κλειστό και ψηλό παπούτσι που καλύπτει το πόδι αρκετά πάνω από τον αστράγαλο
χώρος χωρίς αέρα, χάσμα, έλλειψη, διαθέσιμος χώρος
γράμμα που δεν είναι κεφαλαίο, μικρό
φτιάχνω, ετοιμάζω, παράγω
(για ρούχα) υλικό που τονίζει τους ώμους
εξωτερικός χώρος κτίσματος, το κοντινό περιβάλλον κάποιου σημαντικού προσώπου
το παιδί θηλυκού γένους