αγιάτρευτος, που δε βελτιώνεται η κατάστασή του
περιβάλλομαι, περιστοιχίζομαι
ιδιοκτήτης επιχείρησης, μαγαζάτορας
που προκαλεί αλλοίωση, που αλλάζει τα χαρακτηριστικά μας
στάση που δεν ενοχλεί ή προκαλεί
που δεν αλλάζει γνώμη, που δεν πείθεται
ασυναίσθητος, ανεύθυνος
κυκλικό διάγραμμα με ακτίνες που δείχνουν την κατεύθυνση των ανέμων
υπερβάλλω, δίνω σε κάτι σημασία δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με την αξία του
που έχει βαθύ κόκκινο χρώμα
μικρή ηλεκτρική συσκευή για να ψήνουν ότι βρίσκεται ανάμεσά τους όταν κλείνουν
μεταλλικό δοχείο
επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει μεταμέλεια
συμβόλαιο, συμφωνία μεταξύ μελών
έπιπλο για να γράφουμε ή να μελετάμε, επαγγελματικός χώρος
χαρίζω, δίνω κάτι χωρις χρηματικό αντάλαγμα
ίσως, υπάρχει η πιθανότητα ή η δυνατότητα να γίνει κάτι
Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδας (συντ.)
ο παράδεισος των πρωτοπλάστων στην Π. Διαθήκη
δημιουργώ, κατασκευάζω, (αρχ.)