πρόωρος, που ωριμάζει πριν το συνηθισμένο χρόνο
το να στρέφεται κανείς σε κάποιον ή κάτι για στήριξη, αίτηση σε επίσημη αρχή για την επανεξέταση ενός θέματος
αγρότης, καλλιεργητής
λεπτό πλαστικό νήμα
που ασχολείται συστηματικά με ένα αγώνισμα
ο γεωργός ή ο κτηνοτρόφος
επιτίθεμαι από κάποιο οχυρωμένο μέρος προς τα έξω
οι πίσω θέσεις, σήραγγα, τούνελ
γεννημένος την ίδια στιγμή με τον αδερφό ή την αδερφή
πράσινο κυλινδρικό λαχανικό που το βάζουμε στην χωριάτικη
σχετικός με το μακρινό παρελθόν, πολύ παλιός
'' Έφτασε ο ... στο χτένι'', οταν τα πράγματα έχουν φτάσει σε απροχώρητο σημείο
παίρνω αέρα, διασκεδάζω
προκαλώ αύξηση του όγκου σε κάποιο μέλος του σώματος
ο αριθμός «ένα» στα τυχερά παιχνίδια
στερεώνω κάτι με σκοινί, κάνω κόμπο, κάνω πιο πηχτό
η πρωτεύουσα της Λετονίας
ο καλαίσθητος, ο κομψός
δίνω τέλος, λύνω, (αρχ.)
οργανισμός ηνωμένων εθνών (συντ.)
ανέβασμα, άνοδος, αναρρίχηση
είδος σαλατικού αλλά και η ράβδος στην οποία τοποθετούσαν το μαλλί για γνέσιμο