κλότσημα, κλοτσιά
ο αριθμός των ατόμων που παρακολουθεί ένα τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό πρόγραμμα
που προσέχει λεπτομέρειες
εντυπωσιακός, εκθαμβωτικός
εκκλησιαστικός τίτλος που δίνεται σε άγαμο κληρικό που έχει το βαθμό του πρεσβύτερου και που μπορεί να δοθεί και σε χήρο ιερέα
που παρουσιάζει δυσκολίες, ελαττωματικός
θίγομαι, κολλάω, αρρωσταίνω
που αναφέρεται σε περίοδο αλλαγών
ονομασία διάφορων ειδών μαϊμούς
το δάχτυλο μεταξύ του μέσου και του μικρού
που δεν τον αγγίζει το νερό, ο ανελέητος (μτφ.), αυτός που δεν αισθάνεται λύπη (μτφ.)
που βρίσκεται σε πολύ χαμηλό ηθικό επίπεδο
μια ημέρα της εβδομαδας
αμυλώδης καρπός
σιδερένια σφαίρα η οποία στερεώνεται σε ένα μακρύ μεταλλικό σύρμα που καταλήγει σε μία χειρολαβή, μεγάλο σφυρί των σιδηρουργών
η ψυχική δύναμη
είδος σαλατικού αλλά και η ράβδος στην οποία τοποθετούσαν το μαλλί για γνέσιμο
ευθεία, ευθέως
αδερφοί .....: κατασκεύασαν το πρώτο αεροπλάνο
πρόθημα που τριπλασιάζει
η πρωτεύουσα της Νορβηγίας