που είναι πολύ μεγάλος, εκτεταμένος
μεγάλη προσήλωση κάποιου σε ένα θέμα ώστε να μπορέσει να το σκεφτεί διεξοδικά
αυτός που μπαίνει στη θέση άλλου, αναπληρωματικός
είμαι παρών, παρίσταμαι κάπου
αξεπέραστος, ακατανίκητος, απαράμιλλος
σεμνότητα, ταπεινότητα
κοροϊδευτικός, χλευαστικός
παραγωγικότητα, αποτελεσματικότητα, η σχέση ανάμεσα στο κέρδος και στην αξία του κεφαλαίου που χρησιμοποιήθηκε(οικ.)
η ελευθερία κάθε ανθρώπου να πιστεύει σε όποια θρησκεία θέλει
η ώρα διδασκαλίας, η ύλη για διάβασμα στο σπίτι, δίδαγμα
δίχτυ για ψάρια ή έντομα
το ψωμί
θεραπευτικό τρίψιμο του σώματος
το τελευταίο σημείο, το χέρι, το πόδι
δηλητηριώδες φίδι
η γιορτή των Θεοφανίων
αιχμηρός, διαπεραστικός, μυτερός
o θεός του πολέμου (μυθ.), ποδοσφαιρική ομάδα
άγνωστης ταυτότητας αντικείμενα που εμφανίζονται στον ουρανό (συντ.)
λέγεται και Τζιά
αλλάζω την εμφάνιση σε κάτι, διαστρεβλώνω(μτφ.)
καρέκλα, θέση
"Η δημιουργία του ...", έργο του Μιχαήλ Άγγελου στην οροφή της Καπέλα Σιστίνα