ζητώ, απαιτώ, (αρχ.)
ο ειδικός στο σχεδιασμό προγραμμάτων για ηλεκτρονικούς υπολογιστές.
αυτός που διευθύνει ένα τμήμα ή υπηρεσία
πάω προς ένα σημείο, προχωρώ προς μια ορισμένη κατεύθυνση
που δεν μπορεί να λείπει, απαραίτητος
προδιαγράφω, προσδιορίζω εκ των προτέρων
χωρίς να σκεφτώ , χωρίς να το θέλω, ακούσια
όχι κυριολεκτικός, αλληγορικός, συμβολικός
πολύτιμο μέταλλο
μεγάλο ερπετό που ζει στα νερά τροπικών χωρών
''μπουκιά και ...'', για κάτι όμορφο ή νόστιμο (εκφρ.)
δάπεδο από μικρά κομμάτια μάρμαρο
περιορισμένος σε μέγεθος, πολύ νέος, ασήμαντος
επίπεδο κτιρίου
"Δημήτρης ...": μεγάλος Έλληνας ηθοποιός
φιλοξενούμενη, αλλοδαπή, επισκέπτρια
δημητριακό που χρησιμοποιείται στην παραγωγή μπίρας
πουλί που μας δίνει τα αυγά του
η πρωτεύουσα της Λετονίας
ο κύριος (συντ.)
διαθέτω, κρατάω, κοστίζω
εισάγει δευτερεύουσα πρόταση