αυτός που διδάσκει στο δημοτικό σχολείο
που έχει αλλάξει την εξωτερική του αμφίεση ώστε να μην αναγνωρίζεται
εκφωνητής ή ο συντονιστής μιας εκπομπής
πηγαίνω να δω κάποιον ή κάτι
περιουσιακό στοιχείο που παραχωρείται με κληροδοσία
μια όπερα του Βέρντι
πετάω σταγόνες απο νερό και βρέχω κάποιον
περιορίζω, μειώνω κάτι με την επιβολή δραστικών μεθόδων ή μέτρων
αυτόματο όπλο
ξεχωρίζω μέσα απο ένα σύνολο και παίρνω αυτο που θέλω
ζεστό σκέπασμα κρεβατιού
δε θυμάμαι πια, αμελώ κάτι
προξενώ σε κάποιον στρες, ζορίζω, πιέζω
πατρικό επώνυμο γυναίκας, το φύλο όπως συχνά εκφράζεται γλωσσικά
είμαι, υπάρχω (αρχ.)
πρέπει να τον ακολουθούν όσοι οδηγούν (συντ.)