δυναμώνω, δίνω σωματική δύναμη
αυτός που έχει μεγάλη ισχύ ή πολύ μεγάλες δυνατότητες
(για δρόμο) άφτιαχτος, ανώμαλος
φροντισμένος, επιμελημένος
στοιχείο που δρα θετικά στην εξέλιξη των πραγμάτων
κάνω κάτι πιο σαφές
μιλώ άσχημα για κάποιον, δυσφημώ, διαβάλλω
μυστικές ενέργειες που αποβλέπουν στην πρόκληση καταστροφής στον εχθρό κατά τη διάρκεια πολέμου ή επανάστασης
αλλάζω κάτι προς το καλύτερο
μεσαίος, με σχετικά μικρή αξία
αισθάνομαι τρυφερότητα για κάποιον και του είμαι αφοσιωμένος, αισθάνομαι έρωτα για κάποιον, ενδιαφέρομαι πολύ για κάτι
θρυλικό οχυρό του Β' Παγκοσμίου Πολέμου
αλλιώς η μπύρα
μικρόσωμο άλογο
καλύπτω με χρώμα μια επιφάνεια
είμαι, υπάρχω (αρχ.)
οργανισμός που απευθυνόμαστε για να μας βρει δουλειά (συντ.)
το μέρος του σώματος από το μηρό έως τα δάχτυλα
απο γενιά σε γενιά αυτός
ευθεία, ευθέως