η δυνατότητα του ανθρώπου να καταλαβαίνει, αίσθηση, γνώμη,
που παρουσιάζει δυσκολίες, ελαττωματικός
αναγνωρίζομαι, ανταμείβομαι
το ειδικό μηχάνημα που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό
βγαίνω από τις ράγες, παρεκτρέπομαι(μτφ.)
που αναφέρεται σε περίοδο αλλαγών
είδος αναρριχητικού φυτού
δημόσια υπηρεσία με αρχείο στοιχείων πολιτών
η μετακίνηση σε άλλο τόπο, το πέρασμα
άθλημα με άλογο
ανοιχτό κιβώτιο για τη μεταφορά φρούτων και λαχανικών, πλαίσιο για να στερεωθεί ένας καμβάς για κέντημα ή ζωγραφική
φιλοξενούμενη, αλλοδαπή, επισκέπτρια
η πρωτεύουσα της Λετονίας
άγνωστης ταυτότητας αντικείμενα που εμφανίζονται στον ουρανό (συντ.)
ανοιχτός χώρος, για διασκέδαση, στο εξωτερικό
βλέπω (αρχ.)